-
1 πάλη
A wrestling, Il.23.635;ἢ πὺξ ἠὲ πάλῃ ἢ καὶ ποσίν Od. 8.206
:κρατέων πάλα Pi.O.8.20
;νικᾶν πυγμὴν καὶ π. E.Alc. 1031
. cf. Hp.Acut.(Sp.) 62, Th.1.6, Pl.Lg. 795b, Plu.2.638d, Antyll. ap. Orib. 6.28.3;τίνα π. ἐμάνθανες
;Ar.
Eq. 1238; παίδων, ἐφήβων νεωτέρων, μέσων, πρεσβυτέρων, ἀνδρῶν π., SIG 959 ([place name] Chios), cf. IG5(2).549.16,30 (Lycosura, iv B. C.), etc.2 generally, fight, battle,ἅπτειν πάλην τινί A.Ch. 866
(anap.);π. δορός E.Heracl. 159
.------------------------------------A the finest meal,π. ἀλφίτου Hp.Mul.1.64
, cf. Ruf.Ren.Ves.6.7, Arching. ap. Gal.12.791;π. πυρίνη Lycus
ap. Orib.9.51.1;νάρθηκος πάλαι Zopyr.
ap. eund.14.61.1.2 any fine dust,ἀνέπλησα τὠφθαλμὼ πάλης φυσῶν τὸ πῦρ Pherecr.60
, cf. Hsch. (Cf. Lat. pollen, pulvis.)
См. также в других словарях:
πάλη — Αγώνισμα σώμα με σώμα ανάμεσα σε δύο άτομα που προσπαθούν να καταρρίψουν το ένα το άλλο. Μεταφορικά ονομάζεται και η μάχη μεταξύ στρατευμάτων (μάχη πυροβολικού), καθώς και η προσπάθεια υπερνίκησης αντίθετων δυνάμεων ή εμποδίων (πάλη των τάξεων,… … Dictionary of Greek
φυσώ — φυσῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. φυσῶ, έω, Α [φῡσα] 1. παράγω, προξενώ αέρα 2. (για άνεμο) πνέω 3. (για πρόσ.) κατευθύνω ρεύμα αέρα προς μία κατεύθυνση με το στόμα ή με φυσερό 4. προσπαθώ να ανάψω ή να δυναμώσω τη φωτιά με φύσημα (α. «φύσα λίγο τη… … Dictionary of Greek